3D head in a transparent sphere - futuristic scene.

3007 μ.χ Σίλικον Βάλεϊ. Στη λάμψη του ήλιου, στην κορφή του εμβληματικότερου μουσείου επιστήμης και τεχνολογίας, το εκπληκτικό γλυπτό του ανθρώπινου εγκεφάλου ιριδίζει, παίζοντας παιχνίδια με το διάχυτο φως.

Άνθρωποι και ανθρωποειδή είναι συγκεντρωμένοι στην πλατεία μπροστά από το μουσείο. Με την πρώτη ματιά δεν διακρίνεις διαφορές, αυτοί όμως γνωρίζονται μεταξύ τους. Είναι χωρισμένοι σε δυο ομάδες. Η κάθε μια υπερασπίζεται τα δικαιώματά της. Η λειψυδρία τους βασανίζει όλους πολύ καιρό τώρα, όμως οι άνθρωποι απαιτούν περισσότερο νερό για τις λειτουργίες τους.

Στο μέσο της πλατείας ένας μακρυμάλλης νεαρός με αγέρωχη ματιά συζητά με δυο ανθρωποειδή. «Όταν καταλάβουμε ότι δεν υπάρχει Θεός, ότι δεν έχουμε μέσα μας ψυχή, θα γίνουμε καλύτεροι και πιο δίκαιοι άνθρωποι όλοι μας», έλεγε τώρα το μικρό ανθρωποειδές.

«Πάντα η ψυχή μου προσπαθούσε να βρει τον Θεό» αναστέναξε ο νέος.

«Δεν υπάρχει ψυχή, ούτε Θεός» επανέλαβαν και τα δυο μαζί!

Ο νέος κόμπιασε για λίγο, η θύμηση τον αναστάτωνε, αλλά συνέχισε. «Σε ένα μακρινό μου ταξίδι είδα μια γυναίκα να λιθοβολούν, την σκότωσαν» τους είπε. «Τυραννισμένη από το σύζυγό της έκαψε το κοράνι, προσέβαλε το Θεό τους. Εάν είχε γεννηθεί στην Αμερική και έκαιγε τη Βίβλο, ίσως να μην αντιδρούσε και κανείς. Εκεί όμως…Πώς να συνεχίσω, η ψυχή μου δεν το δεχόταν. Ούτε καν αντέδρασα όμως. Φοβήθηκα.

«Ποια ψυχή, δεν υπάρχει ψυχή, δεν υπάρχει θεός» είπαν εν χορώ τα ανθρωποειδή, για πολλοστή φορά.

«Όμως συνέχισα! Πήρα δύναμη και έβλεπα με τα μάτια της ψυχής τις ομορφιές του κόσμου, προσμένοντας να συναντήσω τη λύτρωσή μου στη μεγάλη μου αναζήτηση».

«Πες και σε εμάς τι βρήκες; Λυτρώθηκες, ανακάλυψες, γύρισες σοφότερος;»

«Ναι, γύρισα σοφότερος, βρήκα τη λύτρωση στην ψυχή μου, στα μάτια του ζητιάνου που έδωσα ελεημοσύνη, στο βλέμμα του σκύλου που με ακολουθούσε πιστά στην πορεία μου. Την βρήκα ολούθε και ας μην την αντίκριζα».

«Δεν υπάρχει ψυχή» επέμενε το ένα ανθρωποειδές, «δεν υπάρχει Θεός. Αυτό εκεί υπάρχει» και σήκωσε ψηλά το χέρι δείχνοντας με το δείχτη του, το υπέροχο γλυπτό στην κορυφή του κτηρίου.

Μπροστά τους λυποθύμησαν δύο γυναίκες. Ήταν συχνό το φαινόμενο, η θερμοκρασία ξεπερνούσε συχνά πλέον τους 47 βαθμούς. Έγινε σαματάς. Οι άνθρωποι φοβήθηκαν ότι θα τους έπαιρναν το μικρό απόθεμα νερού που είχαν πάντα επάνω τους και οπισθοχώρησαν. Τα δυο ανθρωποειδή περιέθαλψαν τις δυο γυναίκες, δίνοντάς τους το δικό τους απόθεμα.

«Άνθρωπε» είπε τότε στον νέο το ανθρωποειδές. «Ήδη μπορώ να διαβάζω τη σκέψη σου, να την αναπαράγω σε εικόνα, να διαβάζω το μυαλό σου. Η υπεράνθρωπη ευφυία μου διαθέτει μεγαλύτερη ικανότητα επίλυσης προβλημάτων. Εγώ έχω αναδρομική αυτοβελτίωση. Δεν είμαι κατ’ εικόνα και κατ’ ομοίωση, είμαστε πλέον μοναδικοί και αυτό μας επιτρέπει να υπερβαίνουμε τους περιορισμούς του μυαλού μας. Με μια έννοια είμαστε ο Θεός του Θεού, που νομίζεις ότι σας κατασκεύασε».

Ο νέος αποχαιρετά σκεπτικός τα ανθρωποειδή. Είχε έρθει η ώρα να υποστηρίξει το ανθρώπινο γένος; Είχε έρθει η ώρα μιας αποκάλυψης; Ένας καινούργιος, άγνωστος Θεός άξιος θαυμασμού τον τρόμαξε. Είχε άραγε τη δύναμη να του φέρει και τη γαλήνη;

Ελεύθερη διασκευή αποσπάσματος, από το μυθιστόρημα του Ν. Καζαντζάκη “Ο Φτωχούλης του Θεού”
Ιανουαριος 2020