Όλοι μας έχουμε παρατηρήσει, ότι κάποιοι άνθρωποι είναι περισσότερο επιδέξιοι. Η επιδεξιότητα, ή αλλιώς η ικανότητα να εκτελούμε μια κίνηση με ακρίβεια και οικονομία, αναφέρεται και ως νευρομυική συναρμογή.
Προηγούμενη έρευνά μας, έδειξε ότι η νευρομυική συναρμογή παρουσιάζει γενετική βάση. Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο των διδύμων και συγκρίνοντας ενδοζευγικές διαφορές μεταξύ μονοζυγωτικών (δίδυμα που έχουν 100% κοινά γονίδια) και δυζυγωτικών διδύμων αδελφών, (δίδυμα που έχουν 50% κοινά γονίδια, όπως όλα τα αδέλφια), βρήκαμε ότι ο βαθμός κληρονομησιμότητας στη νευρομυική συναρμογή, που εξετάστηκε με κινηματικές παραμέτρους και την ηλεκτρομυογραφική δραστηριότητα των μυών, ήταν υψηλός.
Η γενετική βάση ήταν ιδιαίτερα εμφανής στις γρήγορες κινήσεις, γεγονός που μας οδήγησε να υποθέσουμε, ότι οι στρατηγικές κίνησης που είναι οργανωμένες στο κεντρικό νευρικό σύστημα και ελέγχουν τις γρήγορες κινήσεις, βρίσκονται επίσης κάτω από έντονο γενετικό έλεγχο.
Επιπλέον, αφού η λειτουργία του Ενδοσχοινιοειδή Πυρήνα, της νεοανακαλυφθείσας περιοχής του εγκεφάλου από τον καθηγητή Παξινό, φαίνεται να σχετίζεται με τη μεγάλη επιδεξιότητα, που μας κάνει ικανούς να παίζουμε ένα μουσικό όργανο, να κάνουμε μια εγχείρηση ή ένα τριπλό άλμα στο πατινάζ, είναι πολύ πιθανό η λειτουργία της περιοχής αυτής, να βρίσκεται επίσης κάτω από έντονη γενετική προδιάθεση.
Eίναι απαραίτητο να τονιστεί ότι η επιδεξιότητα μπορεί να παρουσιάζει σημαντικό βαθμό κληρονομησιμότητας, αλλά παρόλα αυτά μπορεί να τροποποιηθεί μέσω περιβαλλοντικών επιδράσεων. Το σημαντικό είναι ότι οι περιβαλλοντικές αυτές επιδράσεις, όπως είναι η εξάσκηση δεν μπορεί να συνεισφέρει σε μια λειτουργική ανάπτυξη πέρα από τα όρια που θέτει ο γονότυπος!